- ταχυμάθεια
- ητο να μαθαίνει κανείς γρήγορα, ευκολία μάθησης: Η ταχυμάθειά του έφερε τη γλωσσομάθεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταχυμάθεια — η, Ν το να μαθαίνει κανείς γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυμαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Νικόλ. Σαρίπολο] … Dictionary of Greek
ευμάθεια — η (ΑΜ εὐμάθεια, Α ποιητ. τ. εὐμαθία, ιων. τ. εὐμαθίη) [ευμαθής] 1. ευκολία στη μάθηση και στην κατανόηση, ταχυμάθεια («μεγαλοπρέπεια, εὐμάθεια, μνήμη», Πλάτ.) 2. διάθεση και κλίση για μάθηση, για απόκτηση γνώσεων 3. επιγρ. διδασκαλία, παίδευση … Dictionary of Greek